- γαμψά
- γαμψόςcurvedneut nom/voc/acc plγαμψά̱ , γαμψόςcurvedfem nom/voc/acc dualγαμψά̱ , γαμψόςcurvedfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαμψάς — γαμψά̱ς , γαμψός curved fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμυΐδες — (geomyidae). Οικογένεια τρωκτικών θηλαστικών, η οποία αριθμεί εννέα γένη εκτός από εκείνα που έχουν εκλείψει. Οι γ. είναι ζώα γνωστά από το μειόκαινο. Το σώμα τους είναι κοντό, περίπου 20 εκ., με γαμψά και μακριά νύχια. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… … Dictionary of Greek
αγκυλοχήλης — ἀγκυλοχήλης, ὁ (Α) αυτός που έχει κυρτά, γαμψά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + χηλή] … Dictionary of Greek
αγκυλώνυξ — ἀγκυλῶνυξ ( υχος), ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει αγκύλα, γαμψά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + ὄνυξ] … Dictionary of Greek
αετομάχος — (lanius).Ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των λανιιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές όλου του πλανήτη, εκτός από τη Νότια Αμερική. Βρίσκονται επίσης και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έχουν κυρτό και πολύ ισχυρό ράμφος,… … Dictionary of Greek
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
γαμψώνυχος — η, ο (AM γαμψώνυχος, ον και γαμψῶνυξ, ό, ή) (για αρπακτικά πτηνά και θηρία) αυτός που έχει γαμψά, κυρτά νύχια … Dictionary of Greek
δασυποδίδες — (dasypodidae).Οικογένεια ζώων που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Είναι παμφάγα και νυχτόβια. Το σώμα τους καλύπτεται από προστατευτικό στρώμα κεράτινων φολίδων. Οι φολίδες αυτές είναι χωρισμένες σε ζώνες με ενδιάμεσα μέρη μαλακού δέρματος … Dictionary of Greek
δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ … Dictionary of Greek